ανακρεμάζω

ανακρεμάζω
μετ. см. ανακρεμώ

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανακρεμάζω" в других словарях:

  • ανακρεμάζω — βλ. ανακρεμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεκρέμασα, αόρ. τού ανακρεμώ, που συνέπιπτε με τον αόρ. ρημάτων σέ άζω (πρβλ. ετοίμασα ετοιμάζω)] …   Dictionary of Greek

  • ανακρεμώ — και ανακρεμνώ και ανακρεμάζω ασα, άστηκα, ασμένος 1. σηκώνω και κρεμώ κάτι ψηλά: Τα σύννεφα είχαν ανακρεμαστεί πάνω και γύρω τους. 2. (για τον καιρό), κλίνω στη βροχή: Από το πρωί σήμερα ο καιρός ανακρεμά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»